δώσωμεν

δώσωμεν
давайте воздадим

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δώσωμεν" в других словарях:

  • ημπορώ — και μπορώ (Μ ἠμπορῶ και μπορῶ και ἐμπορῶ) 1. έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πραγματοποιήσω κάτι 2. κατορθώνω, πετυχαίνω κάτι 3. μού είναι εύκολο να κάνω κάτι, έχω την ευχέρεια για κάτι 4. αντέχω, έχω την ψυχική δύναμη να κάνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»